- ὡλιτήμερος
- ὡλιτήμεροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωλιτήμερος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡμαρτηκὼς τῶν ἡμερῶν» … Dictionary of Greek